ευτρεπίζω

ευτρεπίζω
(ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής]
1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω
2. παθ. ευτρεπίζομαι
είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι
νεοελλ.
1. μέσ. ευτρεπίζομαι
καλλωπίζομαι
2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» — απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές τής αλυσίδας της
β) «ευτρεπίζω την αλυσίδα» — τήν απαλλάσσω από τις συστροφές της, τη νετάρω
μσν.
1. τακτοποιώ, ρυθμίζω
2. διακοσμώ, στολίζω
3. καλλωπίζω, περιποιούμαι κάποιον
4. εφοδιάζω, εξοπλίζω
5. διαμορφώνω κάτι σε κάτι άλλο
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εὐτρεπισμένος, -η, -ον
έτοιμος.
αρχ.
1. συμφιλιώνω
2. ιατρ. θεραπεύω, περιποιούμαι ασθενή, κουράρω
3. μέσ. εὐτρεπίζομαι
ετοιμάζω κάτι για τον εαυτό μου
4. φρ. α) «εὐτρεπίζω τὰ τείχη» — επισκευάζω τα τείχη
β) «εὐτρεπίζω σύριγγα» — καθαρίζω σύριγγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐτρεπίζω — make ready pres subj act 1st sg εὐτρεπίζω make ready pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπισμένα — εὐτρεπίζω make ready perf part mp neut nom/voc/acc pl εὐτρεπισμένᾱ , εὐτρεπίζω make ready perf part mp fem nom/voc/acc dual εὐτρεπισμένᾱ , εὐτρεπίζω make ready perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίζεσθε — εὐτρεπίζω make ready pres imperat mp 2nd pl εὐτρεπίζω make ready pres ind mp 2nd pl εὐτρεπίζω make ready imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίζετε — εὐτρεπίζω make ready pres imperat act 2nd pl εὐτρεπίζω make ready pres ind act 2nd pl εὐτρεπίζω make ready imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίζῃ — εὐτρεπίζω make ready pres subj mp 2nd sg εὐτρεπίζω make ready pres ind mp 2nd sg εὐτρεπίζω make ready pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίσει — εὐτρεπίζω make ready aor subj act 3rd sg (epic) εὐτρεπίζω make ready fut ind mid 2nd sg εὐτρεπίζω make ready fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίσθην — εὐτρεπίζω make ready plup ind mp 3rd dual εὐτρεπίζω make ready aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) εὐτρεπίζω make ready aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίσουσιν — εὐτρεπίζω make ready aor subj act 3rd pl (epic) εὐτρεπίζω make ready fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐτρεπίζω make ready fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίσω — εὐτρεπίζω make ready aor subj act 1st sg εὐτρεπίζω make ready fut ind act 1st sg εὐτρεπίζω make ready aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτρεπίσῃ — εὐτρεπίζω make ready aor subj mid 2nd sg εὐτρεπίζω make ready aor subj act 3rd sg εὐτρεπίζω make ready fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”